Το κυνήγι, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αποτελεί μια συμβατή προς το περιβάλλον ανθρώπινη δραστηριότητα. Η Ε.Ε. θεωρεί το κυνήγι συμβατή δραστηριότητα με τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό διάφορες πρωτοβουλίες της Ε.Ε. σε συνεργασία με τις Κυνηγετικές Οργανώσεις της Ευρώπης, έχουν αναληφθεί για την προώθηση του αειφόρου κυνηγίου ως μέσο για την προστασία της βιοποικιλότητας και την διατήρηση της φύσης.
Η άσκηση της θήρας στις περιοχές του Δικτύου NATURA 2000 είναι νόμιμη, ενώ σε καμία διάταξη Νόμου, Οδηγίας, Κανονισμού κ.λ.π. δεν επιβάλλεται η απαγόρευση κυνηγίου στις περιοχές NATURA. Παρ’ όλα αυτά στην Ελλάδα σε πολλές περιοχές NATURA, ισχύουν απαγορεύσεις κυνηγίου ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Οι απαγορεύσεις αυτές είτε προϋπήρχαν, είτε με αφορμή την ένταξη της περιοχής στο δίκτυο NATURA δημιουργήθηκαν από κάποιους χωρίς αιτία, με μοναδικό “άκυρο” επιχείρημα την ένταξη της περιοχής στο δίκτυο Natura. Το κυνήγι αποτελεί αποδεκτή δραστηριότητα όπως το ψάρεμα, οι καλλιέργειες και οι λοιπές ανθρώπινες δραστηριότητες ακόμα και μέσα στις περιοχές Natura. Η όποια απαγόρευση θήρας προτείνεται εντός αυτών των περιοχών θα πρέπει πρωτίστως να αποδεικνύει πως η κυνηγετική δραστηριότητα αποτελεί δραστηριότητα η οποία δρα αρνητικά στην διατήρηση του προστατευταίου αντικειμένου της συγκεκριμένης περιοχής.
Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό πως το κυνήγι μέσα στις Προστατευόμενες Περιοχές του Δικτύου δεν θα πρέπει γενικά ή αυτόματα να απαγορεύεται αλλά πρωτίστως να υλοποιηθούν οι απαραίτητες μελέτες οι οποίες θα εξετάζουν την επίδρασης του στα είδη και τη διατήρηση τους και μόνο όταν αποδειχτεί αυτή, το κυνήγι θα πρέπει να απαγορεύεται.
Στη χώρα μας ισχύουν περιορισμοί που δεν απαντώνται σε καμία άλλη χώρα. Ενδεικτικά αναφέρω πως έχουμε την μικρότερη σε διάρκεια κυνηγετική περίοδο σε όλη την Ευρώπη. Το κυνήγι πολλών ειδών, ακόμη και εντός της κυνηγετικής περιόδου, δεν επιτρέπεται όλες τις ημέρες της εβδομάδας, π.χ. το κυνήγι της πέρδικας (Alectoris graeca, Alectoris chukar), που επιτρέπεται μόνο την Τετάρτη και το Σαββατοκύριακο. Το ίδιο ισχύει για λαγό και αγριογούρουνο.
Στην χώρα μας επιτρέπεται να κυνηγηθούν μόνο 32 είδη πουλιών από τα 450 και 5 είδη θηλαστικών από τα 32, ενώ επικρατεί καθεστώς πλήρους απαγόρευσης κυνηγίου για 5 μήνες το χρόνο. Η Οδηγία 79/409 δίνει το δικαίωμα κυνηγίου περισσοτέρων ειδών πτηνών στην Ελλάδα (37 είδη). Στο πνεύμα της διαχείρισης της αειφορίας και διατήρησης της άγριας πανίδας τα θηρεύσιμα είδη που καθορίζονται ετήσια στην Ελλάδα είναι λιγότερα (32 θηρεύσιμα πτηνά).
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε πως το κυνήγι στην Ελλάδα είναι πλήρως προσαρμοσμένο στις επιταγές των σχετικών Ευρωπαϊκών ερμηνευτικών κειμένων και στις οδηγίες της επιστημονικής Επιτροπής ORNIS τόσο ως προς τα θηρεύσιμα είδη όσο και ως προς τις περιόδους θήρας.
Το 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε έγγραφο καθοδήγησης για την «θήρα σύμφωνα με την οδηγία για τα πτηνά» . Στόχος του εγγράφου είναι να παράσχει σαφή καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να “εναρμονίζονται” με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για τη ρύθμιση της θήρας.
Το έγγραφο καθοδήγησης για τη θήρα, αποσκοπεί στην καλύτερη διευκρίνιση των απαιτήσεων της οδηγίας για τα πτηνά που αφορούν τη θήρα, στο πλαίσιο του ισχύοντος νομικού πλαισίου και της νομολογίας. Βασίζεται σε επιστημονικές αρχές και δεδομένα, προσδιορίζει τις δυνατότητες και τους περιορισμούς κατά τον καθορισμό των περιόδων κυνηγιού και εξετάζει το ζήτημα της παρέκκλισης.
Ο οδηγός συμπληρώνεται από ένα δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής που παρέχει διευκρινίσεις και ερμηνείες των βασικών εννοιών του άρθρου 7 παράγραφος 4 της οδηγίας για τα πτηνά που αφορά την περίοδο αναπαραγωγής και την μετανάστευση προς τις θέσεις φωλεοποίησης για τα θηρεύσιμα είδη (είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας), καθώς πρέπει να διασφαλίζεται η πλήρης προστασία των θηρεύσιμων ειδών κατά τις περιόδους αυτές.
Για αυτό το λόγο η θήρα σε κάθε χώρα απαγορεύεται βάση της Κοινοτικής Νομοθεσίας τόσο την «περίοδο αναπαραγωγής» όσο και την περίοδο «επιστροφής στις περιοχές αναπαραγωγής», όπου οι ημερομηνίες αυτές διαφέρουν από χώρα σε χωρά. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που παρατηρούνται διαφορετικές ημερομηνίες λήξης στα θηρεύσιμα είδη στη χώρα μας. Η χώρα μας από το 2003 έχει προσαρμόσει τις περιόδους θήρας των ειδών στις απαιτήσεις της Ε.Ε. Κανένα θηρεύσιμο είδος δεν επιτρέπεται να κυνηγηθεί όταν έχει ξεκινήσει η μετανάστευση προς τις θέσεις φωλεοποίησης και αυτός είναι και ο λόγος που π.χ. το κυνήγι της τσίχλας τελειώνει στις 28-2 ενώ του κότσυφα στις 20-2.
Το εκάστοτε περιεχόμενο των ετήσιων ρυθμιστικών θήρας έχει γίνει αποδεκτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λόγω συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας με τις διατάξεις της σχετικής Οδηγίας 79/409, με το συνακόλουθο γεγονός ότι είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που όχι μόνο δεν έχουμε καταδικαστεί για θέματα θήρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αλλά τουναντίον έχει επισήμως γίνει αποδεκτό ότι ακολουθούμε πλήρως τις προβλέψεις της Κοινοτικής Νομοθεσίας.